μαυλίζω

μαυλίζω
μαυλίζω και μαυλάω
1. καλώ οικόσιτα ζώα ή προσελκύω θηράματα μιμούμενος τη φωνή τους.
2. προτρέπω γυναίκες στην πορνεία (συνήθ. εκμαυλίζω).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαυλίζω — μαυλίζω, μαύλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… …   Dictionary of Greek

  • μαυλίζειν — μαυλίζω bawd pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυλίζων — μαυλίζω bawd pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυλιστής — ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής) αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα τής (πρβλ. γυμνασ τής), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κυλίσ τρα, παλαίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • αμαύλιστος — η, ο [μαυλίζω] 1. (για ζώα) αυτός που δεν τόν φώναξαν, δεν τόν κάλεσαν να συναχτεί μαζί με άλλους (κυρίως για κότες) 2. αυτός που δεν παρασύρθηκε σε άπρεπες ή ανήθικες πράξεις από μαστρωπό 3. αυτός που δεν μεταπείθεται με θωπείες ή δώρα …   Dictionary of Greek

  • μαυλισία — μαυλισία, ἡ (Μ) 1. μαστροπεία 2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + κατάλ. ία (πρβλ. ακολασ ία)] …   Dictionary of Greek

  • μαυλιστήριον — μαυλιστήριον, τὸ (Α) 1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός 2. οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • μαύλισμα — ατος, το [μαυλίζω] 1. προαγωγή σε πορνεία, μαστροπεία 2. κάλεσμα κατοικίδιων ζώων με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 3. παραπλάνηση θηραμάτων με μίμηση τής φωνής τους 4. ξελόγιασμα …   Dictionary of Greek

  • ξεμαυλίζω — εκμαυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μαυλίζω (αόρ. ἐξ εμαύλισα) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”